Καλώς Ήλθατε!

Η αγάπη μου για το παρελθόν είναι γνωστή σε εκείνους που με γνωρίζουν προσωπικά. Το ενδιαφέρον μου αφορά πολλά και διάφορα, όπως θα καταλάβετε από τους τίτλους του μενού. Το ιστολόγιο δημιουργήθηκε με την επιθυμία, να μπορεί να θυμίσει τα όσα έχουμε ξεχάσει με την πάροδο του χρόνου. Αφορά ανθρώπους που είναι από 30-40 ετών περίπου, και θέλουν να ξαναθυμηθούν για λίγο τα παιδικά και τα εφηβικά τους χρόνια.

Καλό σας ταξίδι!

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

30 χρόνια 'The Κόπανοι': Η προφορική ιστορία

Ξεκίνησε με την πρόθεση να γίνει η ελληνική εκδοχή του ‘Ο κλέψας του κλέψαντος’, αλλά στη συνείδηση των περισσότερων είναι η made in Greece εκδοχή του ‘Ocean’s 11’. Σε ένα τίμιο κόσμο, το franchise του Σόντερμπεργκ θα καταγραφόταν ως η χολιγουντιανή ανάγνωση του ‘The Κόπανοι’.

Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την πρώτη προβολή της cult ταινίας του Γιώργου Κωνσταντίνου.

Οι ‘Κόπανοι’ βγήκαν στις αίθουσες την 21η Οκτωβρίου 1987 χωρίς να μακροημέρευσουν πάνω στο πανί. Βρήκαν ωστόσο έναν απρόσμενο σύμμαχο όταν μεταφέρθηκαν σε VHS. Έκτοτε, η ταινία έχτισε τον μύθο της κατ’ οίκον και ιδιωτικά, από οθόνη σε οθόνη, κάνοντας το πέρασμα από τους ογκώδεις δέκτες στους πιο μοντέρνους και κομψούς και από εκεί στο pc, το laptop και το κινητό, κερδίζοντας την αθανασία με το σεμνό και ανώνυμο upload στο Youtube.

Για πρώτη φορά ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Φρύνη Αρβανίτη, ο Δημήτρης Βασματζής, ο Γιάννης Βούρος, ο Μάρκος Λεζές, ο Κώστας Μακέδος και ο Τάσος Ψωμόπουλος αφηγούνται τις εμπειρίες και τις ιστορίες από το δεύτερο ελληνικό έπος του εμβληματικού 1987.
Ακόμα και αν προπονούσες το Λιζάκι, μην ξεγλιστρήσεις, χέλι μου, και κόπιασε.

Μέρος Ι: Οι 'Κόπανοι' πριν τους 'Κόπανους'

Γιώργος Κωνσταντίνου: Ο Καραγιάννης με εμπιστεύτηκε για το ‘The Κόπανοι’ επειδή γνώριζε τι μπορούσα να κάνω και στο σινεμά. Είχα ήδη σκηνοθετήσει και γράψει δύο ταινίες. Η μία ήταν ‘Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές’ και η άλλη τα ‘5000 ψέματα’. Επιπρόσθετα, είχαμε κάνει μαζί μερικές βιντεοταινίες. Προσωπικά, δεν ήθελα να κάνω τέτοιου είδους δουλειές, είχα όμως την τύχη να μεταφέρω σε βιντεοκασέτα δύο θεατρικά έργα που είχα γράψει και είχα ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία, το ‘Το εξπρές του Τρελοκομείου’ και το ‘Μια παρθένα για ‘μένα’. Επειδή ακριβώς ήταν δουλείες προορισμένες για το θέατρο, διέθεταν δομή και συγκρότηση –καμία σχέση δηλαδή με την προχειρότητα που συναντούσες στις κασέτες. Είχαν μάλιστα πολύ καλή απήχηση, ήταν «μπροστάρηδες», όπως λέγαμε τότε, δηλαδή ο παραγωγός πόνταρε στην εμπορική τους επιτυχία και μαζί με αυτές έδινε στα video club και μερικές ακόμα που ήταν μέτριες ή, τέλος πάντων, όχι τόσο καλές. Επομένως, είχαμε χτίσει μια καλή συνεργασία με τον Καραγιάννη ήδη πριν την ταινία.

Μάρκος Λεζές: Όπως και πολλοί άλλοι από το cast, είχαμε συνεργαστεί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου σε άλλες δουλειές, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο θέατρο. Προσωπικά, είχα δουλέψει μαζί του στο ‘Μη μου γυρνάς την πλάτη’ (ΕΡΤ 2) και στην παράσταση που είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή, το ‘Πολίτης… Γάμα κατηγορίας’. Ο Κωνσταντίνου έγραφε το σενάριο της ταινίας στη διάρκεια μιας περιοδείας που κάναμε με άλλη παράσταση. Εκεί το είδα για πρώτη φορά.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Τότε δεν υπήρχε η πολυτέλεια του χρόνου καθώς προέκυπταν συνεχώς νέες δουλειές, κυρίως στο θέατρο και την τηλεόραση, ενώ πολλοί συνάδελφοι δούλευαν και σε βιντεοταινίες. Επομένως, μόλις συμφώνησα με τον Καραγιάννη, κάθισα να γράψω. Ήταν για μένα πολύ συνηθισμένο, στη διάρκεια των παραστάσεων να ξεκλέβω στο καμαρίνι μου 20-30 λεπτά, όσος χρόνος μεσολαβούσε για να ξαναβγώ στη σκηνή, και να κάθομαι να γράφω το σενάριο.

Γιάννης Βούρος: Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι γνωστό ότι δίνει ευκαιρίες σε πάρα πολλούς νέους ηθοποιούς. Έτσι έκανε και με εμένα και τον ευχαριστώ πολύ για αυτό. Είχα μάλιστα τη χαρά να κάνω μαζί του συνεργασίες τόσο σημαντικές που χαρακτηρίζουν ολόκληρες καριέρες. Έχω μάθει πάρα πολλά δίπλα στον Γιώργο. Επομένως, όταν μου πρότεινε το ρόλο για το ‘The Κόπανοι’ ήταν δώρου Θεού γοα ‘μένα.

Τάσος Ψωμόπουλος: Γνωριζόμασταν με τον Γιώργο πολλά χρονιά, από το 1967. Έκτοτε, με φώναζε σχεδόν πάντα στις δουλειές του.

Δημήτρης Βασματζής: Με τον κύριο Κωνσταντίνου είχαμε συνεργαστεί για πρώτη φορά στις ‘Ανθρώπινες Ιστορίες’ της ΥΕΝΕΔ, νομίζω η πρώτη εμφάνισή μου εκεί ήταν το 1973. Έκτοτε, βρεθήκαμε αρκετές φορές σε τηλεοπτικές σειρές (‘Τρεις και ο Κούκος’, ‘Τα 7 κακά της μοίρας μου’) και θεατρικές παραστάσεις, όπως το ‘Ο «Φανταστικός Κόσμος του κυρίου Μακρυπόδη’. Του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη διότι όταν πρωτοεμφανίστηκα στο χώρο της υποκριτικής, εκείνος με εμπιστεύτηκε και με εμπιστευόταν στις περισσότερες δουλειές του.

Κώστας Μακέδος: Η πρώτη μου συνεργασία με τον κύριο Κωνσταντίνου ήταν στη σειρά ‘Μη μου γυρνάς την πλάτη’. Έπειτα, ακολούθησε η παράσταση ‘Επαναστάτης χωρίς αστεία’ και η τρίτη μας κατά σειρά συνεργασία ήταν το ‘The Κόπανοι’. Τόσο στη σειρά όσο και στην παράσταση, συνάντησα αρκετούς από τους ηθοποιούς που συμμετείχαμε στους ‘Κόπανους’, όπως τον Κώστα Παληό, τον Μάρκο Λεζέ, τον Γιάννη Βούρο και τον Γιώργο Πετρόχειλο.

Φρύνη Αρβανίτη: Είχαμε συνεργαστεί στο θέατρο στον ‘Πολίτη’. Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στη διάρκεια της πρώτη κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και υποδυόμουν την Φρόσω, μια «βαμμένη» ΠΑΣΟΚτσού. Θυμάμαι μάλιστα ότι φορούσα ένα φόρεμα σε λευκές και πράσινες ρίγες. Είχα μπει τόσο πολύ στο ρόλο, ώστε μια συμπρωταγωνίστρια, γνωστή για τη στήριξή της στο συγκεκριμένο κόμμα, νόμιζε ότι ψήφιζα και στην αληθινή μου ζωή ΠΑΣΟΚ και ερχόταν κάθε τόσο και μου έλεγε “Ζήτα από την παράταξη και θα λάβεις”. Δεν είχα βέβαια να ζητήσω κάτι.

Μέρος ΙΙ: Από το χαρτί στο πλατό

Γιώργος Κωνσταντίνου: Τότε ήμουν πολύ επηρεασμένος από τις σπουδαίες ιταλικές κωμωδίες με τον Μαστρογιάνι και άλλους κωμικούς, όπως ήταν για παράδειγμα το ‘Κλέψας του Κλέψαντος’. Σε αυτές συναντούσες συχνά το κωμικό μοτίβο μια τρισάθλιας συμμορίας μικροκακοποιών της συμφοράς. Η αρχική ιδέα, λοιπόν, ήταν να δημιουργήσω μια αντίστοιχη ελληνική συμμορία.

Μάρκος Λεζές: Ο αρχικός τίτλος ήταν ‘Και οι 8 ήταν βλήματα’ -έτσι έγραφε πάνω στο σενάριο- που παρέπεμπε στις ελληνικές μεταφράσεις των τίτλων ιταλικών κωμωδιών. Το βλέπω και προτείνω στον Κωνσταντίνου να το κάνει ‘The Κόπανοι’. Του άρεσε η ιδέα και την υιοθέτησε Μάλιστα, στην αφίσα της ταινίας, αν δεις, το ‘Και οι 8 ήταν βλήματα’ χρησιμοποιήθηκε σαν υπότιτλος.

Γιάννης Βούρος: Ο Κωνσταντίνου κατάφερε πολύ πετυχημένα να δώσει τη δική του φωνή, το δικό του στίγμα σε ένα μοτίβο που είχαμε ξαναδεί στο κινηματογράφο. Αυτή ήταν και είναι η επιτυχία της ταινίας.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Υπήρχε βέβαια και κάτι που το είχα δει όχι σε κωμωδία, αλλά στο ‘Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος’, το εύρημα με το voice over. Στο ‘The Κόπανοι’ το χρησιμοποίησα διαφορετικά. Η πρώτη φορά ήταν στους τίτλους αρχής, όπου αφηγούμαι με ρίμα όσα πρόκειται να συμβούν στην ταινία, μάλιστα για τον λόγο αυτό είχα ζητήσει από τον Κατσαρό το εναρκτήριο μουσικό θέμα να θυμίζει λίγο γουέστερν. Η δεύτερη φορά ήταν στην έναρξη της τελευταίας σκηνής, στο νοσοκομείο, όπου συνοψίζω όλα όσα προηγήθηκαν.
Φρύνη Αρβανίτη: Ήδη από την προηγούμενη συνεργασία μας είχα καταλάβει το «ελάττωμα» του Κωνσταντίνου: είναι τελειομανής. Όταν νιώθει πως κάτι ολοκληρώνει τον κύκλο του, το αφήνει, ακόμα και αν ξέρει ότι θα συνεχίσει να κάνει επιτυχία. Έτσι δούλευε και το ίδιο έγινε και με το ‘The Κόπανοι’.

Τάσος Ψωμόπουλος: Και οι οκτώ γνωριζόμασταν από άλλες δουλειές, επομένως η ιδέα να συνυπάρξουμε σε μια ταινία προσωπικά μου φαινόταν πολύ καλή. Από εκεί και πέρα, επειδή είχα πίστη στις δυνατότητες του Γιώργου Κωνσταντίνου, ήμουν βέβαιος ότι θα πήγαινε πολύ καλά.

Δημήτρης Βασματζής: Χωρίς τον Κωνσταντίνου θα μιλάγαμε για άλλη ταινία. Και όχι μόνο για τον προφανή λόγο, ότι δηλαδή αυτός έγραψε το σενάριο και ανέλαβε τη σκηνοθεσία, αλλά επειδή ήταν αυτός που κατάφερε να μας κάνει ομάδα. Η επιλογή που έκανε στους ρόλους ήταν πολύ επιτυχημένη. Είχε και άλλους συνεργάτες εκείνη την εποχή ο κύριος Κωνσταντίνου. Όμως, όπως αποδείχθηκε, για τη συγκεκριμένη ταινία διάλεξε τους πιο ταιριαστούς.

Κώστας Μακέδος: Πέρα από την καθοριστική παρουσία του κυρίου Κωνσταντίνου, νομίζω ότι θα πρέπει να αναφερθεί και ο Λάκης Ελευθερουδάκης που είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Ήταν ένας άψογος επαγγελματίας, με τον οποίο είχα συνεργαστεί στο παρελθόν και γνώριζα ότι θα εξασφάλιζε όλα όσα χρειαζόμασταν στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Μάρκος Λεζές: Όταν διάβασα για πρώτη φορά το σενάριο, γελούσα γιατί σκεφτόμουν τι ακριβώς θα έκανε ο καθένας μας στη διάρκεια των γυρισμάτων. Είχα πολύ καλό προαίσθημα για την ταινία γιατί όλοι οι συντελεστές είχαμε αναπτύξει ιδιαίτερη χημεία από προηγούμενες συνεργασίες μας.

Γιάννης Βούρος: Είχαμε κοινούς κώδικες υποκριτικής, κοινό χιούμορ και αυτό χαρακτήρισε όλο το εγχείρημα. Από τον ηθοποιό που θα έκανε απλώς και μόνο ένα πέρασα μέχρι τον Κωνσταντίνου, όλοι ανεξαιρέτως είχαμε αναπτύξει μια δική μας, κοινή γλώσσα. Αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό του Κωνσταντίνου: να φτιάχνει ομάδες που ήταν δεμένες, αφοσιωμένες και συνεννοούνταν με μια ματιά.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Ήξερα πολύ καλά τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργαζόμουν, επομένως γνώριζα τι τους πηγαίνει και τι όχι. Τι μπορούν να πουν και πώς θα το πουν. Μόνο με την Λίντα Γίγα δεν είχα ξαναδουλέψει, η οποία είχε ήδη συμμετάσχει σε μερικές ταινίες πριν από αυτή.

Φρύνη Αρβανίτη: Ο καθένας μας έκανε ένα σόου στο ‘The Κόπανοι’. Ήταν τέτοιο το σενάριο του Κωνσταντίνου που άφηνε χώρο σε όλους μας. Αυτός όμως ήταν και είναι ο Κωνσταντίνου, δίνει χώρο, ακούει, είναι ζεστός και ευγενής. Πολύ σπουδαίος. Ήταν χαρά να συνεργάζεσαι μαζί του.

Μάρκος Λεζές: Ο μοναδικός ρόλος που γράφτηκε πάνω σε κάποιον από εμάς ήταν αυτός του Ψωμόπουλου, ο Βλάσης. Ωστόσο, και ο δικός μου χαρακτήρας, ο Τούφας, διέθετε στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Ήμουν στ’ αλήθεια αθλητής της καράτε, λίγα χρόνια πριν την ταινία είχα ταξιδέψει μέχρι τις ΗΠΑ για να πάρω το δεύτερο νταν. Μάλιστα, ο αθλητικός όμιλος που φαίνεται στην ταινία ήταν του δασκάλου μου και πρωταθλητή, Γιάννη Πανολιάσκου.

Τάσος Ψωμόπουλος: Ναι, είναι αλήθεια ότι ο ρόλος του Βλάση γράφτηκε πάνω μου. Ήταν ένας ρόλος που αγάπησα πολύ διότι αναγνώριζα σε αυτόν μερικά στοιχεία του χαρακτήρα μου, όπως το χιούμορ και τη διάθεση για χαβαλέ. Ανταποκρίθηκα στις απαιτήσεις του –έδωσα ρέστα. Ο Κωνσταντίνου στα γυρίσματα μού έλεγε “Παίξε, όπως θα έπαιζες τον εαυτό σου”. Ήταν ένας ρόλος που με καθιέρωσε.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Να πω την αλήθεια, δεν είναι ότι είχα στον μυαλό μου τον Τάσο, παρόλα αυτά ήταν λίγοι οι ηθοποιοί που θα μπορούσαν να υποδυθούν το συγκεκριμένο χαρακτήρα και από τους στενούς μου συνεργάτες μόνο ο Τάσος μπορούσε να ανταποκριθεί. Επρόκειτο για έναν σημαντικό ρόλο καθώς αποτελούσε τον δεύτερο πόλο, σε αυτό το δίδυμο ‘ψηλού-κοντού’ που σχηματίσαμε με τον Ψωμόπουλο.

Γιάννης Βούρος: Αν και ήμουν νέος, ο χαρακτήρας του Μίκι ήταν πολύ μακριά από την προσωπικότητά μου. Ωστόσο, αυτή είναι η δουλειά του ηθοποιού: να κόβει τις παραφυάδες που τον κρατούν μακριά από τον χαρακτήρα που πρέπει να υποδυθεί και στη συνεχεία να προχωρήσει μέχρι να κατανοήσει τον λόγο ύπαρξης αυτού του χαρακτήρα. Προσωπικά, πάντα με ελκύουν περισσότερο εκείνοι οι ρόλοι που είναι κόντρα στη δική μου προσωπικότητα. Διαφορετικά, αρχίζεις και μπαίνεις σε μια λογική type casting που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.

Μάρκος Λεζές: Εκτός από το καράτε, μοιραζόμουν και άλλα με τον Τούφα. Ήμασταν το ίδιο οξύθυμοι. Δεν καταλάβαινα τίποτα εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ότι ήμασταν με ένα θίασο περιοδεία και πηγαίναμε στις Σέρρες. Κάποια στιγμή δίπλα στο πουλμανάκι του θιάσου, που το οδηγούσε ο Ερρίκος Μπριόλας, σταμάτησε ένα ΙΧ και όσοι ήταν μέσα άρχισαν να κάνουν άσεμνες χειρονομίες στην Ηρώ Μουκίου, την Ισμήνη Καλέση και την Αθηνά Μαυρομάτη που ήταν μαζί μας. Κατέβηκα κάτω και παίξαμε κανονικά ξύλο.

Κώστας Μακέδος: Για ‘μένα, το ‘The Κοπανοι’ ήταν μια δεύτερη σχολή υποκριτικής. Εκεί έμαθα πώς η υποκριτική τέχνη προσαρμόζεται στις συνθήκες γυρισμάτων. Αποκόμισα σπουδαίες εμπειρίες και σε αυτό συνέβαλε ο ίδιος ο Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν πολύ συγκροτημένος ως προς τη σκηνοθετική του γραμμή και μας καθοδηγούσε άψογα και ήταν πάντα ανοιχτός και δεκτικός στη συζήτηση με όλους τους συνεργάτες του.

Γιάννης Βούρος: Ο Κωνσταντίνου διέθετε και διαθέτει ένα εξαιρετικό υποκριτικό αξιακό σύστημα, το οποίο έχει χαρακτηρίσει όλη την καριέρα του. Επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει να περάσει κάτι χυδαίο ή φθηνό.

Μέρος ΙΙΙ: 5 σκηνές, 5 ιστορίες

Γιάννης Βούρος: Στη σκηνή της καταδίωξης, μας κυνηγούσε ο Ψωμόπουλος από την αρχή μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο. Ενώ, λοιπόν, ο Κωνσταντίνου είχε γυρίσει τα πλάνα που χρειαζόταν, δεν είπε επίτηδες στον οδηγό του τρίκυκλου να σταματήσει, για να κάνει πλάκα στον Ψωμόπουλο, ο οποίος δεν μπορούσε να γνωρίζει αν είχε ολοκληρωθεί η λήψη ή όχι. Του είχε βγει η γλώσσα και την επόμενη μέρα σχεδόν δεν μπορούσε να παίξει από τα πιασίματα.

Τάσος Ψωμόπουλος: Σοβαρά; Με άφηναν να τρέχω ενώ είχε ολοκληρωθεί η σκηνή με το τρίκυκλο; Τι να σου πω; Δεν το ήξερα. Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά μου είχε βγει η γλώσσα στο συγκεκριμένο γύρισμα. Στο τέλος είχα ξεμείνει από δυνάμεις, δεν άντεχα άλλο και αν κάναμε μία ακόμα λήψη, θα έπεφτα στο έδαφος. Δεν άντεχα.

Κώστας Μακέδος: Για τη σκηνή με το τρίκυκλο έχω να προσθέσω κάτι άλλο. Το σενάριο αρχικά προέβλεπε να μου δώσει το χέρι του ο Παληός, καθώς το όχημα θα ήταν σε κίνηση (το είχαν τοποθετήσει πάνω σε τάκους, ώστε να γυρίζουν οι ρόδες και να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι το τρίκυκλο κινείται στην πραγματικότητα), ώστε να ανέβω και εγώ με τους υπόλοιπους. Ωστόσο, τη στιγμή που πήγα να ανέβω και επειδή και όσοι βρίσκονταν ήδη πάνω ήταν πιο κοντά στο πίσω μέρος της καρότσας, το τρίκυκλο δεν άντεξε το επιπλέον βάρος και μπάταρε. Ευτυχώς που δεν ήρθε τούμπα, διότι τότε θα είχαμε σοβαρούς τραυματισμούς. Στην τελική σκηνή, όπως θα δείτε, ανεβαίνω, αλλά το όχημα είναι σε στάση.
Δημήτρης Βασματζής: Υπάρχει και κάτι ακόμα για εκείνη τη σκηνή: Έχουμε ανέβει στο τρίκυκλο και, σύμφωνα με το σενάριο, ο Κώστας Μακέδος θα έτρωγε μπανάνες και θα έριχνε τις φλούδες στο δρόμο. Το πρόβλημα ήταν ότι κατά τη διάρκεια των προβών έτρωγε ο Μακέδος, τρώγαμε και εμείς στα κρυφά και όταν πήγαμε να γυρίσουμε στη σκηνή, είχαν σχεδόν τελειώσει οι μπανάνες.

Τάσος Ψωμόπουλος: Γυρίζαμε τη σκηνή όπου ο Λεωνίδας έχει μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Δάσκαλο για το σχέδιο. Όπως θα θυμάσαι, ο Λεωνίδας τηλεφωνούσε πάντα από το διαμέρισμα της Φρόσως. Η Φρόσω τον παίρνει χαμπάρι, του φωνάζει το κλασικό “Χέλι μου” και “Έτσι μου αρέσεις, γάτε” και πέφτει πάνω του και τον πλακώνει. Εγώ βρίσκομαι στην εξωτερική σκάλα, κατεβαίνω δειλά-δειλά και εκείνη την ώρα πετάγεται από την πόρτα της κουζίνας ο Λεωνίδας και πηγαίνει τρέχοντας προς την σκάλα. Ακολουθεί η Φρόσω φουριόζα, μπαίνω μπροστά της και με ρίχνει με φόρα πάνω στα σκαλιά. Με καταπλάκωσε. Δεν ήταν ευχάριστη εμπειρία. Αυτό που τελικά γυρίσαμε, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που είχα περάσει στις πρόβες.

Φρύνη Αρβανίτη: Ο Τάσος όντως είχε υποφέρει σε εκείνη τη σκηνή που τον καταπλακώνω. Το θυμάμαι καλά. Και για να το θυμάται και εκείνος τόσο καλά μετά από τόσα χρόνια, μάλλον είχε υποφέρει αρκετά.

Μάρκος Λεζές: Καθώς προετοιμαζόμαστε για τη ληστεία, σε κάποια στιγμή εγώ κάνω προπόνηση και χρησιμοποιώ σαν στόχο τον Μακέδο που έτρωγε αμέριμνος σάντουιτς. Στις πρόβες τού είχα πει “Μείνε ακίνητος, μην φοβηθείς και το πόδι μου θα σταματήσει ακριβώς μπροστά από το πρόσωπό σου”. Όντως, όσες φορές το κάναμε πρόβα, ο Κώστας έμενε ακίνητος και εγώ είχα την εμπειρία να υπολογίσω σωστά πού θα φτάσει το πόδι μου. Πριν πάμε στο γύρισμα όμως, είχα αγριέψει κάπως, για να μπω λίγο περισσότερο στο ρόλο, και ο Μακέδος φοβήθηκε ότι θα την έτρωγε κανονικά. Σηκώνω το πόδι μου, εκείνος κινείται και τελικά έφαγε την κλωτσιά γεμάτα.

Κώστας Μακέδος: Να πω την αλήθεια, αυτή τη σκηνή με το Λεζέ που μου δίνει κλωτσιά δεν τη θυμάμαι καθόλου. Υπήρχε στην ταινία, αλλά δεν θυμάμαι το περιστατικό. Για να το αφηγείται όμως ο Λεζές, μάλλον έτσι θα έγινε.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Το εύρημα με τον Βούρο να μπαίνει στην κάσα και να βγαίνει από αυτή, όταν γίνεται το τρακάρισμα στη σκηνή της καταδίωξης, το εμπνεύστηκα από μια αληθινή ιστορία. Στο θίασο είχαμε έναν νεαρό, ο οποίος μας βοηθούσε σε διάφορες καθημερινές δουλειές του ποδαριού που προέκυπταν. Ήταν αξιόπιστος γενικά, μα κάπως ‘χαμένος’. Μαζί με αυτή του δουλειά, έκανε παράλληλα και άλλες.

Για ένα διάστημα εργαζόταν σε ένα γραφείο τελετών και –ποιος ξέρει γιατί;- θεώρησε καλή ιδέα να μπει μέσα σε ένα άδειο φέρετρο και να κάνει βόλτα με τη νεκροφόρα –θα του είχε φανεί αστείο, υποθέτω. Κάποια στιγμή η νεκροφόρα σταμάτησε απότομα, εκείνος ταράχτηκε και έσπρωξε το καπάκι της κάσας για να δει τι συμβαίνει. Ο οδηγός που ακολουθούσε τη νεκροφόρα και παρακολουθούσε τη σκηνή, εγκατέλειψε έντρομος το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου.

Κώστας Μακέδος: Στο τέλος της τελευταίας σκηνής, μπαίνει στο θάλαμο του νοσοκομείου η Φρύνη Αρβανίτη και φωνάζει “Αγόρια μου!”. Ακολουθεί ένας σύντομος διάλογος με τον Κωνσταντίνου και στη συνέχεια της πετάμε μαξιλάρια και η οθόνη γεμίζει από πούπουλα.
Κανονικά εκεί θα έπρεπε να έπεφτε μία ακόμα ατάκα, αλλά ο ηθοποιός που ήταν να την πει, δεν μπορούσε να μιλήσει –είχε πνιγεί από τα πούπουλα.
Μέρος IV: Οι ατάκες
Μάρκος Λεζές: “Χέλι μου”. Έτσι με αποκαλούσε στ’ αλήθεια η Φρύνη, καιρό πριν την ταινία, όταν δουλεύαμε μαζί στο θέατρο. Έκανα στα ψέματα ότι ήμουν καψούρης μαζί της, την πείραζα και εκείνη μού έλεγε “Χέλι, όλο μου ξεγλιστράς. Πού θα πάει όμως, μια μέρα θα σε πιάσω”. Εκτός από το “Χέλι μου” έχει μείνει και το “Βρώμα η δουλειά” ή το “Προπονούσα το Λιζάκι”. Μου τα λένε ακόμα και σήμερα.

Φρύνη Αρβανίτη: Άρεσε πολύ στον Λεζέ να με πειράζει, είναι αλήθεια αυτό. Με πείραζε και πριν την ταινία, όταν δουλεύαμε μαζί στο θέατρο. Εκεί βγήκε το “Χέλι μου”. Έτσι τον έλεγα και στην πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν νομίζω πως το ήξερε ο Κωνσταντίνου. Ομολογώ ότι κάθε φορά που το ακούω συγκινούμαι. Γιατί ακόμα και τώρα, όταν περνάω από κάπου και με βλέπουν, το θυμούνται και μου το φωνάζουν.

Κώστας Μακέδος: Ναι, όταν με αναγνωρίζουν στο δρόμο, μου φωνάζουν “Αφεντικό, να με δείρει;”. Πριν μερικά χρόνια είχα πάει σε ένα μεγάλο κατάστημα με ειδή σπιτιού να αγοράσω μια καρέκλα γραφείου. Πηγαίνω στο όροφο όπου υπήρχαν αυτά τα έπιπλα, αλλά επειδή δεν ήμουν σίγουρος αν θα έβρισκα αυτό που ήθελα, δεν είχα πάρει μαζί μου καρότσι. Βρίσκω μια καρέκλα και λέω σε έναν υπάλληλο, αν μπορεί να την αφήσει κάπως παράμερα προκειμένου να κατέβω στο ισόγειο να πάρω καρότσι και να ανέβω ξανά. Μου λέει εντάξει, αλλά όταν φτάνω στις κυλιόμενες βλέπω ότι με έχει ακολουθήσει. Είχε βρει μόνος του καρότσι και είχε τοποθετήσει επάνω τη συσκευασία της καρέκλας. Του λέω δεν χρειαζόταν να το κάνει και μου απάντησε “Έχω μεγαλώσει μαζί σας και μου έχετε χαρίσει τόσο πολύ γέλιο που αυτό είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για να σας ευχαριστήσω” και αφού μου το λέει, συμπληρώνει: “Αφεντικό, να με δείρει;”. Με συγκίνησε πολύ.

Δημήτρης Βασματζής: Ήταν με διαφορά ο πιο χαρακτηριστικός ρόλος που υποδύθηκα, επομένως οι ατάκες που είχα ήταν αυτές που έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου. Η δική μου ήταν το “Σας έφερε ολίγα άνθη”, ατάκα που, αν δεν κάνω λάθος πρέπει να την είπα μία φορά όλη και όλη στην ταινία και μάλιστα στο τέλος, στη σκηνή του νοσοκομείου. Παρόλα αυτά μέχρι και σήμερα τη θυμούνται όλοι.

Μέρος V: Η απήχηση και η κληρονομιά

Γιώργος Κωνσταντίνου: Για να λέμε την αλήθεια, η ταινία δεν θεωρήθηκε ως κάτι σπουδαίο. Μετά από τους ‘Τhe Κόπανοι’ έκανα μία ακόμα ταινία, το ‘ Ο ποντικοκυνηγός των 5 Ηπείρων’ που όμως ήταν αποτυχία. Ουσιαστικά, οι ‘Κόπανοι’ σηματοδότησαν την ολοκλήρωση της κινηματογραφικής μου καριέρας. Χρειάστηκε να περάσουν 25 χρόνια για να ξανακάνω σινεμά, όταν συμμετείχα στο ‘Αν’ του Παπακαλιάτη.

Γιάννης Βούρος: Το ‘The Κόπανοι’ είχε την ατυχία να γυριστεί σε μια εποχή κατά την οποία ο ελληνικός κινηματογράφος είχε πάρει φθίνουσα πορεία. Η αρχική αποδοχή της θα ήταν πολύ καλύτερη, με το ίδιο σενάριο και τους ίδιους ηθοποιούς, αν γυριζόταν σε εποχές λίγο καλύτερες για το ελληνικό σινεμά.

Μάρκος Λεζές: Η ταινία δεν πήγε καλά εισπρακτικά στις αίθουσες, αλλά γνώρισε μεγάλη επιτυχία όταν μεταφέρθηκε σε VHS, έτσι καθιερωθήκαμε. Μάλιστα, μετά την επιτυχία της ταινίας, έκανα μια βιντεοκασέτα που ‘πατούσε’ πάνω στο ρόλο του Τούφα, το ‘Λεζεντάνο’.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Όταν προβλήθηκε η ταινία στις αίθουσες, δεν έγινε καν πρεμιέρα, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ‘60 και του ’70. Εκείνη την εποχή ο κινηματογράφος είχε σβήσει. Βρήκε διανομή για μερικές εβδομάδες –όχι σε κεντρικές αίθουσες- και αυτό ήταν. Ωστόσο, ακόμα και αυτό ήταν αρκετό ώστε να το αγαπήσουν κυρίως οι νέοι. Ξέρετε, ο νέος πληθυσμός δύσκολα θα δει κάτι ή θα πάει στον κινηματογράφο να πληρώσει ή θα παραδεχτεί ότι του αρέσει μια κινηματογραφική δουλειά –και καλά κάνει που είναι έτσι αυστηρός. Επομένως, το κριτήριο της επιτυχίας του ‘The Κόπανοι’ είναι αυτό ακριβώς, η αποδοχή από τον νέο κόσμο.

Γιάννης Βούρος: Μέσα από το σενάριο και τους χαρακτήρες, ο Κωνσταντίνου κατάφερε όχι μόνο να χτίσει μια πολύ καλή κωμωδία, αλλά να θίξει και ένα διαχρονικά χαρακτηριστικά του νεοέλληνα, που τα συναντάμε από την ίδρυση κιόλας του νεοελληνικού κράτους. Μιλάω για την κουτοπονηριά, τον εύκολο πλουτισμό, την κυριαρχία του δόγματος της ήσσονος προσπάθειας. Επειδή όμως μιλάμε για καταστάσεις γνωστές, ειδικά στη χώρα μας, που επαναλαμβάνονται στο πέρασμα των χρόνων, δεν υπήρχε στο μυαλό κανενός ότι ασκούμε κριτική στα ήθη και την εξουσίας της εποχής.

Κώστας Μακέδος: Η αλήθεια είναι ότι η κοινωνική κριτική μπορεί να εμπεδωθεί πιο εύκολα μέσα από το είδος της κωμωδίας και αυτό γιατί μέσω της κωμικής υπερβολής μπορείς να θίξεις τα κακώς κείμενα. Παρόλα αυτά, αν θέλουμε να πούμε ότι το ‘The Κόπανοι’ ασκεί κοινωνική κριτική, θα έπρεπε η ταινία να στεκόταν αρκετά στο παρελθόν και την καταγωγή των ηρώων. Αυτό δεν έγινε, διότι τότε δεν θα είχαμε κωμωδία, αλλά πολλά προσωπικά δράματα. Ο βασικός σκοπός του Κωνσταντίνου ήταν να κάνει κωμωδία –και ήταν ειλικρινής ως προς τις προθέσεις του.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Όχι για το ‘The Κόπανοι’, άλλα ούτε για το ‘Καλώς ήρθε το Δολάριο’ ή το ‘Ξύπνα Βασίλη’ δεν περνούσε από το μυαλό μου ότι θα γίνονταν κλασικές. Ωστόσο, οι ‘Κόπανοι’ έχουν ένα διαφορετικό status από τις άλλες δύο ταινίες που ανέφερα –είναι cult. Όπως και να έχει, δεν μπορούσα και δεν γινόταν να το φανταστώ εκείνη την εποχή.

Τάσος Ψωμόπουλος: Οι ‘Κόπανοι’ αγαπήθηκαν γιατί ο κάθε ένας έβρισκε κομμάτια του εαυτού στους χαρακτήρες. Ναι, δεν ήταν συνηθισμένες περιπτώσεις, αλλά είχαν αυτό ‘του ανθρώπου τα διπλανής πόρτας’ και έτσι πολλοί ταυτίστηκαν.

Κώστας Μακέδος: Ωστόσο, το κοινωνικό σχόλιο δεν ήταν εντελώς απόν: Οι ήρωες κάνουν μια ληστεία τράπεζας όχι για να ‘κονομήσουν, αλλά για να μικροεπιβιώσουν. Και πριν τριάντα χρόνια, οι τράπεζες ήταν εκείνες που διέθεταν τον πλούτο και τον διένειμαν κατά το συμφέρον τους. Αυτό το έθιξε η ταινία. Όπως έθιξε και το σχετικό χαρακτήρα της παρανομίας και της αδικίας. Καμιά φορά, όσο μεγαλύτερος απατεώνας είσαι τόσο περισσότερο προστατεύεσαι από τον νόμο.

Φρύνη Αρβανίτη: Ο Κωνσταντίνου πάντα ήθελε να κάνει ένα είδος σχολιασμού της πραγματικότητας στα έργα του. Το έκανε και στο ‘Κόπανοι’: όλη αυτή η ευκολία με την οποία βουτάει κάποιος στην μικροπαρονομία για να πιάσει την καλή. Βέβαια, δεν ξέρω αν έγιναν απολύτως αντιληπτά όλα αυτά από το κοινό. Θέλω να πω, οι εποχές τότε ήταν διαφορετικές. Υπήρχαν δουλειές, υπήρχαν λεφτά. Σε αυτές τις συνθήκες, όταν τα πράγματα πάνε γενικώς καλά, ο κόσμος και όλοι μας δεν σκεφτόμαστε και πολύ. Θεωρούμε ότι αυτό που ζούμε, θα είναι μια μόνιμη και δεδομένη κατάσταση.

Μέρος VI: Το sequel που δεν είδαμε

Γιώργος Κωνσταντίνου: Όταν πήγα και ζήτησα να κάνω το δεύτερο μέρος των ‘The Κόπανοι’ αρνήθηκαν όλοι. Είναι απίστευτο. Διότι, ενώ βλέπουν την απήχηση και τη δημοφιλία της ταινίας στον κόσμο, είναι λες και δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί γίνεται αυτό. Μου λένε πως δεν υπάρχουν χρήματα. Σε αυτό δεν μπορώ να απαντήσω κάτι. Παρόλα αυτά, μια συνέχεια του ‘The Κόπανοι’ θα είχε εμπορική επιτυχία. Τι να πω; Μπορεί να μην το πιστεύουν. Να θεωρούν ότι σήμερα δεν θα αρέσει.

Γιάννης Βούρος: Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει ένα sequel στο οποίο θα παρακολουθούμε τους ίδιους ήρωες μετά από αρκετά χρόνια, οι οποίοι πάλι θα προσπαθούσαν να οργανώσουν μια κομπίνα της συμφοράς. Δυστυχώς, η οικονομική κρίση έχει πλήξει όλο το κομμάτι της ψυχαγωγίας. Μακάρι να μαζευόμασταν πάλι και να κάναμε μια δεύτερη ταινία.
Φρύνη Αρβανίτη: Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για όλο αυτό. Το ακούω πρώτη φορά και πραγματικά εκπλήσσομαι που δεν βρέθηκε χρηματοδότης.

Δημητρης Βασματζής: Ομολογώ ότι δεν γνώριζα ότι ο κύριος Κωνσταντίνου είχε κάνει προσπάθεια για το sequel του ‘The Κόπανοι’. Μου κάνει εντύπωση που δεν βρήκε χρηματοδότηση. Μάλλον πάσχουμε από έλλειψη έξυπνων παραγώγων, οι οποίοι μπορούν να αντιληφθούν εάν μια ταινία έχει πιθανότητες επιτυχίας ή όχι.

Κώστας Μακέδος: Είχα μάθει για την προσπάθεια του κυρίου Κωνσταντίνου, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το πρόβλημα θα ήταν η έλλειψη χρηματοδότησης –ειδικά για μία τέτοια ταινία που είναι αποδεδειγμένα επιτυχημένα. Να μου λέγατε ότι πλέον το καστ βρίσκεται σε μια ηλικία που πιθανόν να μην μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των γυρισμάτων, θα το δεχόμουν. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι θεωρήθηκε από κάποιους επισφαλής η επένδυση στη δημιουργία του ‘The Κοπανοι No.2’. Εδώ χρηματοδοτούνται ταινίες που τις βλέπεις και είναι να ξερνάς.

Γιώργος Κωνσταντίνου: Ωραία, δεν υπάρχουν λεφτά και οι παραγωγοί θα πρέπει να επιλέγουν ταινίες για την εμπορική επιτυχία των οποίων θα είναι βέβαιοι. Από τη στιγμή, λοιπόν, που γνωρίζουν την απήχηση του ‘The Κόπανοι’ στο νέο κόσμο, ο οποίος δύσκολα πηγαίνει πλέον σινεμά, πώς αμφιβάλλουν για την επιτυχία της δεύτερης ταινίας; Δεν βλέπω το λόγο να διστάζουν να τη χρηματοδοτήσουν.

Τάσος Ψωμόπουλος: Ήξερα για την προσπάθεια του Γιώργου και στεναχωρήθηκα πολύ όταν έμαθα ότι τελικά δεν καρποφόρησε. Ειλικρινά, ούτε εγώ μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος δεν θέλησε να αναλάβει την παραγωγή.

Μάρκος Λεζές: Θα γινόταν χαμός αν γυριζόταν η συνέχεια. Ποιος αμφιβάλλει για αυτό; Το κοινό ταυτίστηκε και αυτό δείχνει ότι ήταν μια καλή κωμωδία που γυρίστηκε σωστά. Ποιος ξέρει γιατί τελικά δεν έγινε; Μας έχει φάει το ξενόφερτο είναι αλήθεια. Σε ταινίες, σε θεατρικές παραστάσεις, σε σειρές.

Κώστας Μακέδος: Ξέρετε, συνεχίζω να παρακολουθώ από κοντά την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Νομίζω ότι έχουμε επιστρέψει σε μια φάση, εκείνη που ακολούθησε τα χρόνια ακμ%C

Μέρος VI: Η γενιά της βιντεοκασέτας

Μάρκος Λεζές: Είναι γεγονός ότι πολλοί ηθοποιοί που γνωρίσαμε επιτυχία εκείνα τα χρόνια μέσα από τις βιντεοκασέτες –και κακά τα ψέματα, ο κόσμος έμαθε το ‘The Κόπανοι’ όταν μεταφέρθηκε σε VHS- στη συνέχεια βρήκαμε κλειστές πόρτες. ‘’Μυρίζετε βιντεοκασέτα’’, μας έλεγαν. Ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι.

Κώστας Μακέδος: Ήταν μια εποχή όπου δεν υπήρχε η ιδιωτική τηλεόραση, ο μαζικός κινηματογράφος είχε πεθάνει και οι δουλειές στο θέατρο ήταν σαφώς λιγότερες και χειρότερα αμειβόμενες. Κάπως θα έπρεπε να βιοποριστείς και ας ήξερες ότι αυτή η επιλογή μπορεί να απέβαινε εις βάρος σου στο τέλος καθώς υπήρχαν πολλά ‘σαπάκια’ στις βιντεοκασέτες. Μια αναλογία 60% κακά, 40% καλά. Εκείνη την εποχή, όλοι παίξαμε σε πατάτες. Άλλοι σε περισσότερες, άλλοι σε λιγότερες. Προσωπικά, δούλεψα εν γνώσει μου σε 3-4 τέτοιες ταινίες.

Φρύνη Αρβανίτη: Ήταν μονόδρομος η βιντεοκασέτα για πολλούς από εμάς. Σκέψου ότι τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες δεν τις βλέπαμε καν στην Ελλάδα. Πήγαιναν κατευθείαν στο εξωτερικό, σε χώρες με πολλούς Έλληνες, Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδάς κτλ.
Κώστας Μακέδος: Εκείνα τα χρόνια ήθελε να γίνει παραγωγός μέχρι και ο λαδέμπορας της γειτονίας. Το επίπεδο της δουλειάς (αν εξαιρέσεις τους μεγάλους παραγωγούς, όπως ο Καραγιάννης) ήταν πολύ κακό. Μου είχε τύχει αρκετές φορές αν έρχονταν στο θέατρο Παρασκευή βράδυ και μου έλεγαν “Πάρε 200.000 δραχμές προκαταβολή και έλα τη Δευτέρα να αρχίσουμε γυρίσματα”. Τους ρωτούσες τι γίνεται με το σενάριο, ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ποιοι άλλοι θα παίξουν και σου απαντούσαν “Θα τα βρούμε αυτά”.

Φρύνη Αρβανίτη: Πάντα έλεγα ότι αν, από τις τόσες ταινίες που δούλεψα, οι 3-4 ήταν σαν το ‘The Κόπανοι’, τότε η θέση μου στο χώρο θα ήταν τελείως διαφορετική. Τα μεγάλα ‘αν’, για όσο καιρό ζούσα από αυτή τη δουλειά, ήταν αυτό και η ευκαιρία που είχα να λάβω μέρος στα ‘Κόκκινα Φανάρια’. Η αρχική διανομή περιελάμβανε και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, ο οποίος με είχε δει στο θέατρο ‘Αυλαία’ να υποδύομαι τη γριά πόρνη στο ‘Άννα Λουκάστα’ και με είχε προτείνει και για τα ‘Φανάρια’. Τελικά όμως, η παραγωγή πάγωσε και η ταινία γυρίστηκε δύο χρόνια αργότερα με διαφορετική διανομή, στην οποία δεν συμμετείχε ο Μπάρκουλης. Ποτέ δεν μπόρεσα να τον ευχαριστήσω για το γεγονός ότι με έχει προτείνει. Και στεναχωριέμαι που δεν πρόλαβα να το κάνω.

Κώστας Μακέδος: Δεν είμαι πια ηθοποιός, δεν δηλώνω ηθοποιός. Ο ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του πάνω στη σκόνη της σκηνής. Τα δικά μου χνάρια έχουν σβήσει πλέον. Αποσύρθηκα επειδή ένιωθα ότι κάθε φορά έπρεπε να επαναδιαπραγματεύομαι το παρελθόν μου ως προς τις αμοιβές. Ξέρετε, δεν είμαι άνθρωπος υπερφίαλος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συναινέσω σε κάτι όταν βλέπω ότι με αδικεί ή δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που έχω στο μυαλό μου. Ποτέ στη ζωή μου δεν διεκδίκησα κάτι που θεωρούσα ότι δεν δικαιούμαι. Επομένως, όταν δεν μπορούσα να το πάρω και όταν έπρεπε να γυρνάω κάθε φορά στο σημείο από το οποίο είχα ξεκινήσει, αποφάσισα να επιστρέψω σε αυτό που γνώριζα και είχαν σπουδάσει (σ.σ. οπτομετρική).

Πηγή:
http://longreads.oneman.gr/thekopanoi?utm_source=Oneman&utm_medium=Kalytera_article&utm_campaign=24MediaWidget&utm_term=Pos1

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Το Club Decadence επιστρέφει: Μιλήσαμε με τους αναβιωτές του ιστορικού μαγαζιού και το φωτογραφίσαμε

Οι Tinderstics έγραψαν στο βιβλίο επισκεπτών ότι είναι το καλύτερο μέρος στον γαλαξία 

To Club Decadence ή Deca για τους μπαρουτοκαπνισμένους θαμώνες του, ήταν η Mecca των εναλλακτικών της Αθήνας από το 1978 που άνοιξε τις πόρτες του στην οδό Βουλγαροκτόνου στον Λόφο του Στρέφη, μέχρι το 2009 που έκλεισε, ευτυχώς για τους θαμώνες του, από ό,τι φαίνεται όχι για πάντα.

Το γωνιακό νεοκλασικό που πριν γίνει Club ήταν το σπίτι του Αντιβασιλέα της χούντας στρατηγού Ζωιτάκη, στα 30 χρονια λειτουργίας του φιλοξένησε διασκέδασε και ενίοτε κομμάτιασε από τα ξύδια, εκτός από την ανήσυχη αθηναϊκή νεολαία, μεγάλες μορφάρες της ροκ όπως τον Nick Cave (αρκετές φορές), τoν Leonard Cohen και τους Tindersticks.
Το 15ο φύλο της εφημερίδας που εξέδιδε το Decadence
Μιλήσαμε με τον Νίκο Λακόπουλο, μάνατζερ του Deca από το 1990 και μας εξήγησε τι ήταν αυτό που έκανε το μαγαζί να ξεχωρίζει και να συζητιέται ακόμα και σήμερα. Μας διηγήθηκε καμένες ιστορίες και μας μίλησε για το μελλοντικό Decadence που είναι στα σκαριά.
αν το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Decadence; Λειτουργούσε σαν κολεκτίβα;

Είχε τον άρωμα της κοπερατίβας. Κατά βάση ήταν ιδιωτική εταιρεία με πολλούς κατά καιρούς μετόχους. Τώρα, αφενός μεν θα γίνει αστική μη κερδοσκοπική και αφετέρου, δημιουργεί ένα σωματείο, μια πολιτιστική λέσχη ως ΛΕΣΧΗ ΦΙΛΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ- CLUB DECADENCE. Η άποψη του Dj Sevek – που είναι και …Πρόεδρός- εκλεγμένος μάλλον με …νοθεία- είναι πως πρόκειται για στυγνή …δικτατορία. Η δική μου άποψη είναι πως δεν υπάρχει διαφορά. Κατά βάθος μια κοπερατίβα μόνο ως δικτατορία μπορεί να λειτουργήσει. Δεν υπάρχει επανάσταση να σταθεί αν δεν έχει τον απαραίτητο συντηρητισμό. Και πρόσεξε να δεις τι συμβαίνει. Αν δούμε το De ως πείραμα αυτοδιαχειριστικό, έχει αποτύχει. Αν το δούμε ως …καπιταλιστικό, έχει πετύχει. Δεν είναι τίποτα από τα δύο. Η παλιά μου εισήγηση έλεγε «να θέσουμε τον Λένιν στην υπηρεσία του εμπορίου» – το 1990. Έχω διαβάσει πως είμαστε freak γιάπηδες. Για να επιβιώσει μια κοπερατίβα θα πρέπει να λύσει το πρόβλημα της οικονομικής επιβίωσης και της εσωτερικής εξουσίας. Αν το λύσει είναι ήδη μια πετυχημένη επιχείρηση. Άρα; Άρα- με απλά λόγια- πέρα από την Αριστερούς και τους Δεξιούς υπάρχουν και οι Ωραίοι Τύποι. Αυτό επιδιώξαμε. Αλλά όπως λέει ο Σεφέρης «μας είπαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε, όταν υποταχτείτε. Αγαπήσαμε, υποταχτήκαμε, μα βρήκαμε τη στάχτη».

Ποια περίοδο στα 30 χρόνια λειτουργίας του ξεχωρίζεται και γιατί;

Το 1991 ήταν η εποχή που το Club Decadence ήταν ένας χώρος που πραγματικά δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία μας. Ένα στέκι ποιητών, καλλιτεχνών που δεν προπληρωνόταν τα ποτά γιατί ήθελε να «αμφισβητήσει την έννοια του πελάτη». Ήταν η εποχή που πήγαμε εκεί για να κάνουμε «ραδιοφωνικό σταθμό δωματίου», ένα ραδιόφωνο με εικόνα. Είχαμε πομπό στην Παιανία, αλλά δεν πήραμε τελικά άδεια. Κι ένας πομπός στην κουζίνα με την κεραία στην ταράτσα- περίπου 250 Watt- μπήκε σε λειτουργία, αλλά όταν ανοίγαμε χτύπαγαν οι σειρήνες των αυτοκινήτων. Τελικά, για να κάνουμε κάτι, κάναμε τον WC FM στις εφτά τουαλέτες του. Έμπαινες στην τουαλέτα κι άκουγες ραδιόφωνο. Η βασική άποψη του Decadence ετέθη τότε. Ένας χώρος όπου να μπορούν να συμβούν τα πάντα και οι άνθρωποι να διασκεδάζουν πραγματικά, λέγαμε τότε. Η διασκέδαση δεν αγοράζεται δημιουργείται. Θέλαμε ένα χώρο που να αποπνέει άνεση, ελευθερία και χαρά. Τότε κάναμε το κουρείο και το …οπωροπωλείο!
Tο μαγαζί είναι οι θαμώνες του, ποιοι γνωστοί σύχναζαν στο μπαρ, τι θυμάσαι από το μυθικό σκηνικό με τους Tindersticks και τι ισχύει για τις ιστορίες με τον μεθυσμένο Nick Cave;
Από τον Νick Cave , που ήρθε τέσσερις φορές από τρεις-τέσσερις νύχτες ως τους Tindersticks που το επισκέφτηκαν έξι φορές και έγραψαν στο βιβλίο επισκεπτών πως είμαστε το καλύτερο μέρος στον Γαλαξία μεσολάβησαν εκατοντάδες γκρουπ, αν βάλουμε όλα τα νέα σχήματα της ελληνικής σκηνής ή τους Κατσιμίχες, τα Διάφανα Κρίνα, τις Τρύπες, τον Παύλο Παυλίδη ή τον Νίκο Παπάζογλου. Ο Τζίμης Πανούσης, ο Αργύρης Μπακιρτζής ακόμα και ο Δήμος Μούτσης πέρασαν από κει. Ήταν ένα βράδυ που ήταν η μπάντα του Iggy Pop, ο γιος του, οι Tindersticks και οι Spain. Tρία γκρουπ την ίδια νύχτα! Τι να πω. Ότι δεν ανοίξαμε για τους Chemical Brothers ή ότι μας έψαχναν οι Motorhead, αλλά δεν μας βρήκαν, όπως έγινε με τους Sepultura και τους Anathema ή τους Madrugada που ενθουσιάστηκαν με το υπόγειο.

Τα ονόματα είναι ατέλειωτα, αλλά θα σταθώ στους Deus που το λάτρεψαν: δούλεψαν, όπως κι ο μπασίστας των Tindersticks, στο μπαρ. Ήρθαν έξι φορές, όπως και οι Dandy Warhols, και τη μια φορά έφυγαν από το Privelege για νά ‘ρθουν Decadence. O Blixa Bargeld έκανε αυτοσχέδιο live με τα βαρέλια του Decadence κι ο Μαργαρίτης την πρώτη παρουσίαση του «Δρόμοι του Πουθενά». Ο Δασκαλόπουλος κι ο Μανίκας μαζί με την Didi Music θά ‘χουν να σας πουν πιο πολλές ιστορίες γι΄αυτά. Aυτό που δεν ξέρει ο κόσμος είναι πως δέκα χρόνια πριν «κατασκηνώσει» ο Nick Cave μάλλον χωρίς να το ξέρει, σύχναζε εκεί μια φιγούρα που έμενε τότε στην Ύδρα. Έπινε dry martini με στραγάλια κίτρινα κι ύστερα πήγαινε στον Πειρατή -ξημερώματα. Ήταν ο Leonard Cohen!

Τα περί μεθυσμένου Nick Cave δεν τα ξέρω, δεν ήμουν εκεί. Ξέρω πως οι Fall τσακώθηκαν με τον ντι-τζέι και θυμάμαι τον Phil Shoinfeld. Τον πήγαμε σπίτι, όπως μας ζήτησε ο Αιμίλιος της Ηytch Hike. Την άλλη μέρα του λέω «όλα εντάξει, τον φέραμε».«Nαι, λέει, είστε εντάξει, αλλά κοιμήθηκε στην είσοδο. Είχε γράψει σωστά τη διεύθυνση, αλλά δεν ήξερε το επώνυμό μου και ποιο κουδούνι να χτυπήσει».

Ποιες οι διάφορες στο μαγαζί ανάλογα με την δεκαετία που διένυε, πότε άκμασε το Decadence και πότε και γιατί άρχισε να το παίρνει η κάτω βόλτα;
Πότε δεν πήρε την κάτω βόλτα. Ουσιαστικά από το 1978 που άνοιξε έγιναν εκεί πολλά διαφορετικά μπαρ, πάντα ήταν ουσιαστικά ένα καλλιτεχνικό στέκι. Σ’ αυτό το στέκι έφτασε χάρη στον Thomas η Σκηνή Του Madchester, το grunge, όλες οι πρωτοπορίες των 90’ς και των ΄00΄s. Το ότι δεν πήρε ποτέ την κάτω βόλτα, αν κι ενδιάμεσα έτσι φαινόταν, φάνηκε από το ότι ενώ είναι κλειστό κάνει πάρτι αλλού, από φουαγιέ ως ορεινά καταφύγια. Σε ένα μόνο πάρτυ στο Booze ήρθαν -και δεν χώρεσαν όλοι- χίλια τριακόσια άτομα πέρυσι. Τα πιο πολλά δεν είχαν πάει ποτέ στο Decadence, όσο υπήρχε.
Ποια ήταν η πορεία του μαγαζιού όταν έφτανε στα « τελευταία του», από άποψη κόσμου και ατμόσφαιρας; Υπήρχε φθορά που έβγαινε και προς τα έξω;

Ουσιαστικά άλλαξε τέσσερις-πέντε φορές συνεργάτες, θαμώνες, μουσική, με την έννοια της μετεξέλιξης. Κάποια στιγμή δεν έπαιζε περυσινά τραγούδια. Ήταν το μόνο κλαμπ που στα 90’s έπαιζε …’90’s, αλλά έδειχνε πιο πέρα, στο μέλλον. 1500 djs πέρασαν εδώ, σχεδόν ποτέ επαγγελματίες. Δεν είναι τυχαίο πως αν πας σε ένα μαγαζί του χώρου και ρωτήσεις τον dj αν έχει περάσει από τα πλατό του Decadence, μάλλον θα έχει περάσει. Για βάλε. Κάποτε λέγαμε 2500 νύχτες, αμέτρητα φιλιά και εκατοντάδες χαστούκια δόθηκαν στο Decadence. Kάποτε το κάναμε πάρτυ: Το Πάρτυ των Χαστουκιών 1,2,3. «Κάλεσε αυτόν που θέλεις να χαστουκίσεις!»

Βραδιές ποίησης και avantgarde δρώμενα… υπάρχει σήμερα δίψα από τους νέους για την πολιτιστική διαφοροποίηση που πρότεινε στην Αθήνα των 80-90ς το Decadence;

Πέντε βραδιές όλες κι όλες σκηνοθετημένες από τον Στέλιο Λύτρα. Φαντάσου να νοικιάζει προβολείς για μια βραδιά ποίησης που κρατούσε 40 λεπτά με το ρολόι ή μια παράσταση που η βραδιά ποίησης απασχολούσε και μια μπάντα του Δημήτρη Ζαφειρέλη ως υπόκρουση. Οι πιτσιρικάδες δεν γουστάραν τότε ποίηση και κουλτουριάρηδες. Είπαν ότι δεν θέλουν να γίνει. «Γιατί να το κάνουμε, αφού δεν ταιριάζει» μου είπαν η Εύα Κοταμανίδου και η Κική Δημουλά. «Μα επειδή δεν ….ταιριάζει» είπα. Μάλλον έπεσε και λίγο ξύλο στα παρασκήνια, από αυτή την πλευρά συνδυάσαμε και την ποίηση με το ξύλο.

Το πρώτο bar theater έγινε με τους Μπουφώνους στο Decadence. Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι το θέατρο μέσα σε μπαρ είναι μια ανοησία, αν και φαινόταν ανατρεπτικό, τότε. Με διάφορα μέσα, όπως το κουρείο και το οπωροπωλείο, μια ντουντούκα, ένα πανό ή με το πρόσωπα που δούλευαν στο μπαρ ή μια …Κοκκινοσκουφίτσα ή ένα κλόουν ως πορτιέρη, προσπάθησα να θεατρικοποιήσω το μπαρ. Το πιο σημαντικό όμως με τα σποτ στο ραδιόφωνο ή τους Decadence Times, την επικοινωνία του Decadence, ήταν κάτι που κατάφερνε το Decadence όταν δρούσε. Ο πελάτης έμπαινε γελαστός στο χώρο από ένα σποτ ή ότι απ το ότι πάει σε ένα Πάρτι Χαστουκιών, ένα πάρτι-σχολική γιορτή, μια «τσούλα- night» (Γίνε και συ τσούλα για ένα βράδυ). Είχε ήδη διασκεδάσει! Το θέατρο λειτούργησε πριν ακόμα αρχίσει η παράσταση αφού θα πήγαινε να παίξει beach volley δωματίου, να κουρευτεί ή να παίξει τένις δωματίου για τρεις… Ή όταν κάναμε το Πελατήριο ή το Αστεροσκοπείο, θα πήγαινε σε ένα μπαρ «όπου μπορείς να δεις τ΄αστέρια» ή  ΣΤΟ ΜΟΝΟ ΜΠΑΡ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΣΟΥ!
Βλέπουμε ότι ο κόσμος έχει μεγάλη ανάγκη να θυμηθεί τις εποχές που μεσουρανούσαν τα ιστορικά κλαμπ και μπαρ. Πολλοί άνθρωποι της δικιάς μας γενιάς θυμούνται με νοσταλγία μαγαζιά όπως το Decadence, την Rebound, το Dada και το πιο πρόσφατο Mo Better και θέλει να μάθει ιστορίες για αυτά. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Μη μπλέκεις ανόμοια πράγματα! Αυτά που λες είναι πολύ καλά μπαρ ή κλαμπ με ταυτότητα και ισχυρή προσωπικότητα. Εκεί θα πάω για ένα καλό ροκ κλαμπ. Αλλά ως εκεί. Το Decadence άρχιζε εκεί που το μπαρ είχε τελειώσει. Να καταστρέψουμε την εικόνα του μπαρ και να την αμφισβητήσουμε, λέγαμε. Αν και το Decadence έχει την φήμη για την μουσική του, η μουσική ήταν μόνο το ένα στοιχείο του. Τα μπαρ δεν πουλάνε ποτά. Ποτά πουλάνε οι κάβες. Χρειάζεται τέχνη και φαντασία να φτιάξεις ένα χώρο όπου ο κόσμος να διασκεδάζει πραγματικά κι όχι να είναι χορεύουσες κούκλες.

Ποια είναι κάποια από τα πιο Deca σκηνικά που θυμάσαι;
Θυμάμαι τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον Πέτρο Τατσόπουλο -μαζί με άλλους δυο, ίσως ο ένας ήταν ο Αρανίτσης να απαγγέλουν το ποίημά τους στην σχολική γιορτή για την 25 η Μαρτίου, το 1991. Το χάπενιγκ της βροχής, όπου Αύγουστο μήνα έβρεχε μόνο στο Decadence, αλλά ο υδραυλικός δεν έκανε καλή δουλειά και όσοι βρεχόντουσαν για να μπουν νόμιζαν ότι στάζει η ταράτσα. Τους πρώτους πελάτες να το σφουγγαρίζουν. Το υπόγειο να παίρνει φωτιά από έναν καναπέ, αν και άδειο και την Πυροσβεστική να βρίσκεται τυχαία απέξω. Όταν άνοιξα το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί βρέθηκε μπροστά στο τσεκούρι του πυροσβέστη. Βγήκα στο μπαλκόνι, όταν τέλειωσαν όλα, κι ο κόσμος ήταν γύρω από το κτίριο κι έβαλα στο πικάπ ένα παλιό δίσκο. «Συγγνώμη, σου ζητώ συγχώρεσέ με». Ο κόσμος ξαναμπήκε μέσα και συνεχίσαμε το πάρτι νομίζοντας πως είναι ένα ακόμα χάπενιγκ. Υπάρχουν εκατοντάδες σκηνικά, αν σκεφτείς πως κάθε μέρα κάναμε κάτι, πολλές φορές δυο, τρία, ή πέντε πράγματα την ίδια μέρα. Όλα αυτά είναι ένα ολόκληρο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα με τον σατιρικό τίτλο Club Decadence -Η Ιστορία ενός Έθνους.

Ποιος σκέφτηκε το επικό δωμάτιο-παράλια και πως ήταν η ατμόσφαιρα του down Deca;

Υπήρχαν πολλές ιδέες από το να παίξουμε ποδόσφαιρο στο Down ή μπάσκετ. Υπήρχε ένα δημιουργικό γραφείο που τα συζητούσε όλα αυτά και πολλές ιδέες μπορείς να πεις ήταν συλλογικές. Από όλα τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο θα πρέπει να αναφέρω τον Guy Στεφάνου -που κατασκεύασε και το πινγκ- πονγκ για τρεις, τον Γιάννη Μπεγνή, τον Παναγιώτη Κούστα και τα παιδιά που πέρασαν από το Γραφείο όπως η Γεωργία Ξενοπούλου, ο Ορέστης Ζίβκοφ, η Ελένη Παγώνη και η Μαριάννα Λεμπραίν. Φυσικά δεν μπορώ ή …δεν θέλω να τους θυμηθώ όλους. Αλλά πιστεύω πάντα πως το Decadence ήταν ένα συλλογικό έργο κι υπέγραφα πάντα ως εμείς”. Ωστόσο πια το “εμείς” είναι πολλά κατακερματισμένα “εγώ”.

Τα πιο περίεργα πρότζεκτ που θυμάσαι να τρέξατε στο μαγαζί;

Το χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε η …Τράπεζα Decadence, η ανακήρυξη του DE σε ανεξάρτητο κράτος δωματίου με το σύνθημα έξω η ΔΕΗ από τα εδάφη μας. Και τέτοια. Το κόμμα Decadence με προεκλογική συγκέντρωση με κλόουν δεν έγινε ποτέ, αλλά έμεινε το σύνθημα ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΤΑ 20!

Tι ήταν οι Decadence Times, μαζί με το Decadence θα αναστηθεί και το έντυπο του;

Μια εφημερίδα δωματίου που μετά έγινε εφημερίδα δρόμου. Το πρώτο free press, θα έλεγα. Στην αρχή ήταν εφημερίδα τοίχου και μετά μια εφημερίδα-γλυπτό με γυαλιά και άλλα αντικείμενα, μαζί με κείμενα. Δυστυχώς δεν σώθηκε το ….φελιζόλ. Ήταν και η μόνη εφημερίδα που κερνούσε καφέ τους αναγνώστες της. Τώρα θα ξαναβγεί κι ένα φύλλο θα δοκιμάσει την τύχη του στα περίπτερα. Η αποτυχία είναι βεβαία στο πρόγραμμα, αλλά όπως έλεγε ένα editorial των DT «E, δεν θα σκάσουμε κιόλας».

Για ποιο λόγο έκλεισε το Decadence; Tι σχέση υπήρχε με το πρότζεκτ «Κήπος της Καλάσνικοφ» στη Μπενάκη;

Υπήρξε μια προσπάθεια από εταίρους να κλείσει κι ορίστηκαν εκκαθαριστές της επιχείρησης. Είχε και το Deτους Εφιάλτες του. Προσπάθησα να κάνω το Nouvelle Decadene στην Μπενάκη κι ένα διάστημα λειτούργησαν και τα δυό, ώσπου μας έκαναν έξωση. Είχαμε ενοίκιο 3.300. Όταν το δικαστήριο αποφάσισε πως το De συνεχίζεται είχε ήδη κλείσει.
Πώς βλέπεις την νύχτα στην Αθήνα του 2017; Πόσα έχουν αλλάξει από το 1993 ή το 2003 και πόσα έχουν παραμείνει ίδια;

Δεν υπάρχουν πια οι νύχτες της δεκαετίας 80 και 90 όπου ο κόσμος διασκέδαζε τρελά. Αν μεθύσεις δεν έχεις πια κάποιον να σε πάει σπίτι. Ούτε αφήνεις τις πόρτες ανοιχτές. Ο καλβινισμός μας έχει νικήσει. Είμαστε πια μια δυστυχισμένη Ευρώπη.

Στα 90ς το μότο του μπαρ ήταν   « η διασκέδαση δεν αγοράζεται, δημιουργείται», θα παραμείνει το ίδιο εν έτη 2017;

(Γέλια). Τώρα μπορεί και να …αγοραστεί. Οι επιχειρήσεις αυτές νιώθουν την καυτή ανάσα του κράτους. Η βία έχει πολλές πλευρές. Από πολλές πλευρές έχει συμβεί αυτό που λέει ο νεοφιλελευθερισμός «τέρμα στο δωρεάν γεύματα». Δεν μπορείς να γυρίσεις την Ευρώπη με oτο-στοπ κι οι καιροί είναι δύσκολοι για κοπερατίβες. Ο σοσιαλισμός ή θα είναι ιδιωτικός ή δεν θα υπάρξει! Τώρα πια ξέρουμε πόσο βλακώδης ιδέα είναι ένα σοσιαλιστικό πείραμα σαν αυτό του Όουεν -να μένουν όλοι σε ίσα κλουβάκια. Αν μια κοινωνία γίνει συνεταιριστική τι θα συμβεί; Aς υποστηρίξουμε τους συνεταιρισμούς ώσπου ο τελευταίος παραγωγός να πάρει την θέση του μεσάζοντα! Το μόνο που μένει είναι οι μικρές, ιδιωτικές- αλλά συλλογικές- πολιτείες. Το Deca είχε πολλά σλόγκαν όπως «Μην κοιμάστε στις επάλξεις», « Το Σύστημα είναι ο Χρόνος ». Ένα από αυτά ήταν «Η ζωή είναι σόου». Κι ένα άλλο πως «Η ζωή δεν είναι σόου». Αυτά.

Εμείς πήγαμε να επιβλέψουμε τις εργασίες της ανακαίνισης του χώρου και όπως θα δείτε και στις φωτογραφίες, η ατμοσφαίρα του μαγαζιού έχει μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο

To μότο του Deca ” Μην κοιμάστε στις επάλξεις”
τηλεσκόπιο οι θαμώνες του Decadence μπορούσαν να μελετούν τα άστρα… κάποιοι μελετούσαν τους γείτονες οπότε και απαγορεύτηκε η χρήση του
Οι πελάτες θα μπορούν πλέον να έρχονται στο Deca με το άλογο τους
Το χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε η …Τράπεζα Decadence
αυτό το 
Μηχανή προβολής που εικάζεται ότι κατασκευάστηκε στις αρχές του 20 αιώνα
Τα ηχεία που μετέδιδαν το πρόγραμμα του ραδιοφώνου του Decadence, στις 7 τουαλέτες του Club
Δεν ξέρουμε πότε ακριβως θα έχει ολοκληρωθεί η ανακαίνιση του Deca, για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ενημερώνεστε από την σελίδα του στο Facebook.
Πάντως για τους πολυάριθμους νοσταλγούς του που αδημονούν για την επανεκκίνηση του, άλλα και όσους ενδιαφέρονται να νιώσουν λίγη από την μαγεία του ιστορικού club, το Σάββατο 29/4 διοργανωνεται από τους αναβιωτές του μαγαζιού, το πάρτι ανάστασης του , στον χώρο της Στοάς Μάταλα -Πατησίων 101- στο Old City.

Ακόμα και το “μαμίσιο” δάπεδο του Deca διαθέτει μια ψυχεδελική αρμονία

Πηγή:
http://luben.tv/nerdcult/popstream/111575

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Το X-Files επανέρχεται με νέες επαφές τρίτου τύπου

Στις πρώτες φωτογραφίες οι Mulder και Scully απαθανατίζονται πιο μάχιμοι από ποτέ

Σύμφωνα και με σχετικό δημοσίευμα του EW, κυκλοφόρησαν από το FOX τα πρώτα στιγμιότυπα της 11ης σεζόν του X-Files.
Ο εξωτερικός παραγωγός Chris Carter αποκάλυψε ότι στον επερχόμενο κύκλο των δέκα επεισοδίων, θα έρθει στο προσκήνιο και ο γιος των ομοσπονδιακών πρακτόρων, Mulder και Scully, συνεργαζόμενος με τους γονείς του για την διαλεύκανση μυστηρίων που έχουν να κάνουν με εξωγήινες μορφές ζωής και ανεξήγητα φαινόμενα. Ήδη οι fans της εν λόγω sci fi σειράς δηλώνουν ενθουσιασμένοι με την παραπάνω είδηση, ανυπομονώντας για την δυναμική που θα έχει η καινούργια σύσταση της ομάδας.   
Οι David Duchovny και Gillian Anderson επιστρέφουν στους γνώριμους ρόλους των επιθεωρητών του FBI, ενώ δίπλα σε αυτούς συμπρωταγωνιστούν οι Mitch Pileggi ως ο βοηθός τους, ο Walter Skinner και ο  William B. Davis ως ο λεγόμενος Cigarette Smoking Man. To cast συμπληρώνουν οι Karin Konoval που μας συστήθηκε  ως  Mrs. Peacock στο επεισόδιο “Home”, αλλά και η Barbara Hershley η οποία θα υποδυθεί έναν νέο χαρακτήρα, την Erika Price η οποία αντιπροσωπεύει μία πολύ ισχυρή εκπρόσωπο ενός μυστικού οργανισμού. 
Το 2016, το X-Files διοργάνωσε μία μεγάλη εκδήλωση στο Twitter η οποία βρήκε τεράστια απήχηση μεταξύ των εκατομμυρίων θαυμαστών που έσπευσαν να την παρακολουθήσουν τότε. Το σόου έχει αποσπάσει συνολικά 16 βραβεία Emmy, 5 Χρυσές Σφαίρες και ένα Peabody Award.
Η σειρά έκανε το ντεμπούτο της στην μικρή οθόνη στις 10 Σεπτεμβρίου του 1993. Το The X-Files Season 11 αναμένεται να κάνει πρεμιέρα το 2018.

Πηγή:

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Stranger Things 2: Περιπέτεια, 80's ρομάντζο και μυστήριο στις νέες φωτογραφίες

Stranger Things 2: Περιπέτεια, 80's ρομάντζο και μυστήριο στις νέες φωτογραφίες

Η δεύτερη σεζόν κάνει πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου

Μετράμε και επίσημα αντίστροφα για την πρεμιέρα της άκρως αναμενόμενης δεύτερης σεζόν του Stranger Things. Το cult φαινόμενο των Αδερφών Duffer θα επιστρέψει για μια πιο τολμηρή, πιο κινηματογραφική περιπέτεια καθώς το Upside Down εισβάλλει στο φιλήσυχο Hawkins της Ιντιάνα και η γνωστή παρέα θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη απειλή τους μέχρι σήμερα. Το EW φυσικά θα έχει ειδικό αφιέρωμα για τη σειρά και δημοσίευσε αρκετές νέες φωτογραφίες από τη "Season Two", ενώ ο Mike Wheeler -κατά κόσμον Finn Wolfhard- είπε μερικά λόγια για την επερχόμενη σεζόν: 
Είναι το Stranger Things που ξέρετε απλά ένα σκαλί παραπάνω. Σαν να ήταν η Season 1 και να έπινε κόκα-κόλα και η Season 2 να ήπιε Red Bull. 
Απολαύστε το φωτογραφικό υλικό παρακάτω, που αποκαλύπτει το ρομάντζο που θα έχουν οι Sean Austin και Wynona Ryder, την Eleven (Millie Bobby Brown) και το νέο της κούρεμα αλλά και την παρέα των παιδιών ντυμένη Ghostbusters. Bonus το νέο -και για ακόμη μια φορά- φανταστικό poster του νέου κύκλου. 
Το Stranger Things 2 θα κάνει πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου με όλα τα επεισόδια διαθέσιμα από την πρώτη ημέρα στο Netflix. 

Πηγή:
https://unboxholics.com/movies-tv/tv-news/26100-to-the-nice-guys-erxetai-se-thilyki-version